- λειχηνιάζω
- [λειχήνα]προσβάλλομαι από λειχήνες, βγάζω λειχήνες.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λειχηνιάζω — λειχήνιασα, λειχηνιασμένος, προσβάλλομαι από λειχήνες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
λειχηνιώ — (AM λειχηνιῶ, άω) (για φυτά ή ανθρώπους) έχω λειχήνες, πάσχω από λειχηνίαση, λειχηνιάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < λειχήν + ιῶ, κατάλ. ρημάτων δηλωτικών ασθενείας (πρβλ. ιλιγγ ιώ, σελην ιώ)] … Dictionary of Greek